- χύδην
- ΝΜΑεπίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» — συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπωνμσν.-αρχ.χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ.β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.γ. «ἐναλείφειν τοῑς καλλίστοις φαρμάκοις χύδην», Αριστοτ.)αρχ.1. με αφθονία, αθρόα, σωρηδόν («ὅταν ὁ σῑτος εἰς τὰ οἰκεῑα τεθῇ χύδην», Θεόφρ.)2. σε πεζό λόγο («διὸ καὶ τῶν μέτρων πάντες μνημονεύουσι μᾱλλον τῶν χύδην», Αριστοτ.)3. (σχετικά με νόσημα) με εξάπλωση («χύδην δ' ἔβρυξε μελαίνη σηπεδόνη πόδα...», Ανθ. Παλ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «χύδηνκεχυμένως, ἀθρόως, εἰκῇ, σωρηδόν, δαψιλῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. χέω* + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.